οκτωκαιδεκαπλάσιος

οκτωκαιδεκαπλάσιος
ὀκτωκαιδεκαπλάσιος, -ον (Α)
ο δεκαοκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + -πλάσιος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀκτωκαιδεκαπλάσιον — ὀκτωκαιδεκαπλάσιος eighteen fold masc/fem acc sg ὀκτωκαιδεκαπλάσιος eighteen fold neut nom/voc/acc sg ὀκτωκαιδεκαπλασίων eighteen fold masc/fem voc sg ὀκτωκαιδεκαπλασίων eighteen fold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτωκαιδεκαπλασίων — ὀκτωκαιδεκαπλάσιος eighteen fold masc/fem/neut gen pl ὀκτωκαιδεκαπλασίων eighteen fold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκτωκαιδεκαπλασίων — ὀκτωκαιδεκαπλασίων, ον (Α) ο δεκαοκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαιδεκαπλάσιος + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. διπλασ ίων, μυριοπλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”